- ἐπιστημονέστερον
- ἐπιστήμωνknowingmasc acc comp sgἐπιστήμωνknowingneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστημόνως — ἐπιστημόνως (Α) [επιστήμων] επίρρ. 1. με επιστήμη, με σαφή γνώση («ἐπιστημονέστερον ἐμοῡ σοι ταῡτα πάντα ἐπιδείξει», Ξεν.) 2. με τους κανόνες τής τέχνης, τεχνικά («τὸ δ’ οὐκ εἶναι ἐπιστημόνως οὐδὲν λέγειν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek